- ῥοδέων
- ῥόδεοςof rosesfem gen plῥόδεοςof rosesmasc/neut gen plῥοδῆrose-bushfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροδεών — ὁ, Α βλ. ροδώνας … Dictionary of Greek
ῥοδεῶνα — ῥοδεών rose bed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδεῶνος — ῥοδεών rose bed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδώνας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σ. Μουριών. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 610 μ.) του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). * * * ο / ῥοδών, ῶνος, ΝΜΑ,… … Dictionary of Greek
ρόδεος — (I) ο, Ν ζωολ. γένος νεοπτερύγιων ιχθύων τών γλυκών νερών τής κεντρικής και νότιας Ευρώπης, τής οικογένειας κυπρινίδες, που είναι γνωστοί για τον ασυνήθιστο τρόπο αναπαραγωγής τους, ο οποίος συνίσταται στην τοποθέτηση τών αβγών τους, με τη… … Dictionary of Greek